Οι χαριτωμένοι ψάλτες στην Κοίμηση της Θεοτόκου δεν έχουν ησυχία

Σε φιλόξενο αναλόγιο έχει εξελιχθεί η κεραμοσκεπή του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στον άνω Αετό στην Κάρυστο. Δεκάδες πουλιά βρίσκουν καταφύγιο στην στέγη του ναού και στο καμπαναριό σπάζοντας τη μεσημεριανή ησυχία με τις δικές τους ψαλμωδίες και τραγούδια.

Σχετικά προς τούτο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα προσωπικό βίωμα που έχει διηγηθεί ο λαοφιλής Άγιος Πορφύριος o Καυσοκαλυβίτης:

Μιά μερα, ένα πρωινό προχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα, δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή.

Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντι σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι• ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται• μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πώ,πώ, πώ! Να ’χα ένα ποτηράκι με νερό, για να του πήγαινα να πίνει και να ξεδιψάει!

Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα της Χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον γερο – Δημά. Ήταν η δεύτερη φορά που το δοκίμαζα.

Δεν μπορώ να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσα. Αυτά που αισθάνθηκα. Σας φανέρωσα, όμως, το μυστήριο. Και σκεπτόμουν. «Γιατί το αηδονάκι να βγάζει αυτούς τους λαρυγγισμούς;

Γιατί να κάνει αυτές τις τρίλιες; Γιατί να ψάλλει αυτό το υπέροχο άσμα; Γιατί, γιατί,γιατί… Γιατί να ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, για ποιό σκοπό; Μήπως περιμένει να το επαινέσει κανείς; Όχι, βέβαια, εκεί κανείς δεν θα το κάνει αυτό». Μόνος μου φιλοσοφούσα. Αυτό τ’ απέκτησα μετά το γεγονός με τον γερο-Δημά. Πριν απ’ αυτό δεν το έκανα. Πόσα δεν μου είπε το αηδονάκι! Και πόσα του είπα μες στη σιωπή: «Αηδονάκι μου, ποιός σου είπε ότι εγώ θα περνούσα από δώ; Εδώ κανείς δεν πλησιάζει. Είναι τόσο απρόσιτο το μέρος. Πόσο ωραία κάνεις χωρίς διακοπή το καθήκον σου, την προσευχή σου στον Θεό! Πόσα μου λες, αηδονάκι μου, πόσα με διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινούμαι. Αηδόνι μου, μου δείχνεις με το κελάηδημά σου πώς να υμνώ τον Θεό, μου λες χίλια, πολλά, πάρα πολλά…».

Δεν είμαι καλά από υγεία, να τα πώ όπως τα νιώθω. Θα μπορούσε να γραφεί ένα ολόκληρο πεζογράφημα. Το αγάπησα πολύ το αηδόνι. Το αγάπησα και μ’ ενέπνευσε. Σκέφτηκα: «Γιατί εκείνο κι όχι κι εγώ; Γιατί εκείνο να κρύβεται κι όχι κι εγώ;». Και μου ήρθε στο νου ότι πρέπει να φύγω, πρέπει να χαθώ, πρέπει να μην υπάρχω. Είπα: «Γιατί; Είχε αυτό κόσμο μπροστά του; Ήξερε οτι ήμουν εγώ και τ’ άκουγα; Ποιός τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σε τέτοια κρυφά μέρη; Αλλά κι εκείνα τ’ αηδόνια μές στο λόγγο, μές στη ρεματιά που βρισκόντουσαν τη νύκτα και την ημέρα, το βράδυ και το πρωί, ποιός τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόντουσαν όλα; Και γιατί το κάνανε αυτό το πράγμα; Και γιατί πηγαίνανε σε τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε το λάρυγγά τους; Ο σκοπός ήταν η λατρεία, το ψάλσιμο στον Δημιουργό τους, η λατρεία στον Θεό». Έτσι τα εξηγούσα.









Μοιράσου στο Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.